- γαγάτης
- ο мин. гагат
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Γαγάτης — lignite masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαγάτης — Οργανικό πετράδι αποτελούμενο κυρίως από άνθρακα. Έχει χρώμα μαύρο ή καστανόμαυρο και αποτελεί ποικιλία του λιγνίτη. Η ονομασία του αποδίδεται στην αρχαιοελληνική έκφραση λίθος γαγάτης, δηλαδή λίθος (πέτρα) από τη Γάγα, πόλη της Λυκίας της Μικράς … Dictionary of Greek
Γαγάται — Γαγάτης lignite masc nom/voc pl Γαγάτᾱͅ , Γαγάτης lignite masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γαγάτην — Γαγάτης lignite masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γαγάτου — Γαγάτης lignite masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γαγάτῃ — Γαγάτης lignite masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαγγήτις — και γαγγίτις, η (Α) αυτή που προέρχεται από τον Γάγγη («γαγγῆτις λίθος» ο γαγάτης). [ΕΤΥΜΟΛ. < Γάγγης, με πιθανή επίδραση της λ. γαγάτης*, που οφείλεται σε παρετυμολογία] … Dictionary of Greek
гагат — окаменевшая горная смола, черный янтарь из нов. в. н. Gagat или франц. gagate, восходят через лат. gagatem к названию города Γάγας в Ликии. Ср. греч. Γαγάτης λίθος; см. Литтман 17; Клюге Гётце 182, Папе – Бензелер 235 … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Гагат — Формула C Цвет чёрный или коричнево чёрный Блеск смолистый Твёр … Википедия
gagates — (del lat. «gagātes», del gr. «gagátēs»; ant.) m. *Azabache. * * * gagates. (Del lat. gagātes, y este del gr. γαγάτης). m. ant. azabache (ǁ variedad de lignito) … Enciclopedia Universal
ήλεκτρο — Απολιθωμένη ρητίνη κωνοφόρων (κοινώς κεχριμπάρι) αβέβαιης χημικής σύνθεσης, που συχνά εμπερικλείει λείψανα ζώων και φυτών. Ο τύπος αυτός άμπρας (κηρώδες υγρό που το εκκρίνει η φάλαινα) μπορεί να έχει ποικίλα χρώματα (κίτρινο, κοκκινωπό, καστανό,… … Dictionary of Greek